- σκωληκοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει με σκουλήκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκωληκοειδής — worm shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με σκώληκα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδή ζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδής απόφυση — (Ανατ.). Τμήμα του εντέρου σε σχήμα μικρού κυλινδρικού σωλήνα, μήκους 7 περίπου εκ. συνέχεια του τυφλού εντέρου (πεπτικό σύστημα), στο οποίο και συνδέεται με το ένα της άκρο, ενώ το άλλο είναι ελεύθερο μέσα στην κοιλιά. Η ακριβής θέση της… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδῆ — σκωληκοειδής worm shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκωληκοειδής worm shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδεῖ — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδές — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem voc sg σκωληκοειδής worm shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδοῦς — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδέσι — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδῶν — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… … Dictionary of Greek